In the End


I learned to spell without understanding what I read. I learned to count without knowing the meaning of each digit. I learned to admire ancient statutes without understanding Thucydides. Maybe our mistakes are those that define our fate because I cannot think of anything else that could substantially shape my life. If hadn’t taken the side-path as opposed to a preset course, I would not be in a position to love, write, or even be what I am. At the end of the day everything changes, transforms, somehow like the seasons, from the winter to a full spring. People come and go in our life. It is therefore convenient to hold for a fact that those who you truly love, you keep well-hidden in your heart and soul. And you are lucky if they too decide to wander you around in their own, with no soulful expense.

One day I sat down to consider the relationships among people, my own and not. There are those that open new horizons to something fresh and exotic, those that hang in there from the past and are familiar, those that appear before you like gigantic questionnaires whose deal you aim to find, those that give you something unexpected, something uncalled, those that make you wander far away from your usual waters, and those that pull you back. However, the most impressive, the most interesting, and heaviest relationship of them all is the one you have with your own self. The dreamiest option is to find someone to love the person in you that you ought to adore so. We search for love. Real love though. The ridiculous, the elusive, the consuming, the “I can’t bear a moment away from you” love.

In an artificial and fake world full of restrictions, guilt, hypocrisy, and conventions, the filthy dreamers fighting, gain freedom of body and soul. They remind you that the only definite heaven is here: that of the senses and the ecstasies. A heaven which is also – just like we are – a creation of the same God. And you may kill the dreamer, but you can’t kill the dream.

P.S. “Cause we all get it in the end.” Don’t miss the soundtrack version from the movie Shortbus (great love) here .

Εθνικες Εορτες


Εθνική εορτή και αργία σήμερα. Οι γειτονιές στο κέντρο μυρίζουν τηγανιτό μπακαλιάρο και παραδόξως φέτος κυματίζουν περισσότερες από το συνηθισμένο σημαίες στα μπαλκόνια. Δε θέλω να σταθώ ούτε στο δυνάμει πατριωτικό αίσθημα, ούτε στις εκφάνσεις αυτού με σημαίες και παρελάσεις. Δεν ξέρω αν συμφωνώ ή αν διαφωνώ με το ένα ή με το άλλο αλλά εν πάση περιπτώσει δε θεωρώ πως είναι και της αρμοδιότητας μου. Ακόμα θυμάμαι πάντως μικρό παιδί να με πηγαίνει ο μπαμπάς μου στο Σύνταγμα κρατώντας μια χάρτινη τότε – το πλαστικό δεν έχαιρε τέτοιας ευρείας κατανάλωσης ακόμα – σημαιούλα να δούμε την παρέλαση. Μετά, μου αγόραζε με 50 δραχμές, χαρτονόμισμα τότε, καλαμπόκι από τον καλαμποκά εκεί στην είσοδο του εθνικού κήπου και πηγαίναμε να ταΐσουμε τις πάπιες. Ναι, υπήρχαν ακόμα οι πάπιες τότε, και ο κήπος είχε και ζώα. Κακώς κι αυτό να μου πεις, αλλά τι ήξερα, παιδί ήμουν.

Εθνική εορτή και τότε, σε μια Αθήνα πολύ διαφορετική, μια Αθήνα των αρχών του ’90. Θυμάμαι μετά ο μπαμπάς με πήγαινε στο Πολεμικό Μουσείο στη Ριζάρη για να ανεβώ στα αεροπλάνα. Τότε επιτρεπόταν κι αυτό. Να μου πεις, είναι η ύπαρξη Πολεμικού Μουσείου δόκιμη? Ακόμα δε ξέρω να σου απαντήσω, θέλω να πω πως όχι, δεν είναι, αλλά βλέπεις οι αναμνήσεις δε μου το επιτρέπουν. Τι ήξερα τότε άλλωστε, παιδί ήμουν.

Κάθε 25η Μαρτίου ο γάτος μου κρύβεται κάτω από τα κρεβάτια, φοβάται τα αεροπλάνα που πετούν. Πριν καν περάσουν έτρεχε να κρυφτεί, λες και ήξερε πότε θα περάσουν, λες και λαμβάνει κάποιου είδους υπερηχητικά σήματα ως προειδοποίηση. Φέτος δεν κρύφτηκε, δεν πέρασαν αεροπλάνα. Περικοπές λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Καλό κι αυτό, άσκοπες δαπάνες να σηκώνεις τόσα αεροπλάνα για απλή επίδειξη. Αλλά εμένα παιδί μ’ άρεσε να τα κοιτώ να ίπτανται πάνω από την Πανεπιστημίου, δεν είχα ξαναδεί βλέπεις και μου προκαλούσαν δέος και λαχτάρα συνάμα. Τη λαχτάρα μέχρι σήμερα δεν μπορώ να την εξηγήσω μα ακόμα θυμάμαι το καρδιοχτύπι των παιδικών μου χρόνων κάθε φορά που τ’ αεροπλάνα περνούσαν.

Σήμερα η μαμά τηγάνισε μπακαλιάρο με τη συνταγή της γιαγιάς, Σμυρνιά εκείνη βλέπεις, που να την πιάσεις στο φαί. Στο ράδιο έπαιζε δεύτερο πρόγραμμα και στα πιάτα αχνιστός ο ξαρμυρισμένος από εχθές μπακαλιάρος με το χρυσίζουν κουρκούτι μπύρας γύρω του. Το ‘χει η παράδοση σήμερα, εθνική και θρησκευτική εορτή μαζί. Ψάχνω έντονα μέσα μου από το πρωί να βρω εκείνο το δεκαεξάχρονο παιδί που κάποια χρόνια πριν θα βροντοφώναζε πόσο κιτς είναι οι σημαίες στα μπαλκόνια και ο μπακαλιάρος στα πιάτα, πόσο άσκοπη είναι η διατήρηση ενός Πολεμικού Μουσείου στο κέντρο της Αθήνας για τον Έλληνα φορολογούμενο, τι φασιστικό κατάλοιπο αποτελούν οι παρελάσεις και οποία εμπορευματοποίηση οι πλαστικές σημαιούλες που τις συνοδεύουν. Α, και πόσα αναλώνονται σε επιδείξεις ισχύος με εξοπλισμούς και αεροπλάνα να ίπτανται πάνω από την Πανεπιστημίου, αν και αυτά τελικά δε σηκώθηκαν σήμερα. Ψάχνω μέσα μου αυτόν τον μηδενισμό και την απολυτότητα της εφηβείας, που βλέπω να υφίσταται παρατεταμένη σε πολλούς γύρω μου, μα δεν τα βρίσκω. Όχι, δεν άλλαξα ούτε αντιλήψεις ούτε φρονήματα (πολύ). Είναι περίεργο πράγμα η πατρίδα όμως όταν ζεις μακριά της, γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο γενναιόδωρη. Είναι και περίεργο πράγμα αυτός ο συναισθηματικός δεσμός που δημιουργείται χωρίς να το καταλάβεις και πολύ περισσότερο χωρίς να το επιδιώξεις. Πάντοτε θεωρούσα τον εαυτό μου πολίτη του κόσμου, έχοντας ζήσει άλλωστε πολύ καιρό μακριά από την Ελλάδα. Δεν ξέρω όμως ,τελικά όσο μεγαλώνεις νιώθεις πως όπου κι αν πας, όσο κι αν μείνεις, πάντα ξένος θα είσαι. Κι όσο ξένο κι αν σε κάνει να νιώθεις συχνά η Ελλάδα, εν τέλει πάντοτε θα αποτελεί το μόνο ουσιαστικό σημείο αναφοράς σου, κι ας κλαις κρυφά σ’ αραχνιασμένα μνήματα.

Μεταβλητες


Πάει καιρός που έπιασα αριθμούς στα χέρια μου αλλά δεν θέλει και πολύ σοφία να αντιληφθεί κανείς πως στη ζωή υπάρχουν υπερβολικά πολλές μεταβλητές. Πολλά στο όνομα των οποίων πρέπει να λύσεις που με κάνουν να στέκομαι μπροστά στο μαυροπίνακα, με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να ξέρω από που να ξεκινήσω. Παίζοντας την κιμωλία ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Υπάρχει πολλή σιωπή στο δωμάτιο, πολλή μαυρίλα. Σηκώνω το τηλέφωνο μα δεν ακούω τον αναμενόμενο ήχο κλήσης. “Ναι?” Χάνεται στον κενό χώρο. Μάλλον αυτή είναι και η ουσία της μοναξιάς, συμπαγείς λέξεις χωρίς καρδιοχτύπια και φωνές να ηχούν.

Το να μένεις στο δρόμο σου είναι σημαντικό, να παραμένεις στις γραμμές, να πατινάρεις πάνω τους λίγο πριν περάσει το τραίνο. Απλώς να γλιστράς.

Υ.Γ. Μπορώ και βλέπω πότε χαίρεσαι και πότε λυπάσαι. Είναι στα μάτια σου.

The Walls

Today a man with a ragged hood came to town. He was wearing an orange cloak with big shoes and he was holding two white dice with no numbers in his hand. The roads filled up immediately with idle fellows pretending to have gone out for a walk to stare at the benches of the flea-market, or to visit friends who weren’t even home. The merchants were certain, “it’s the King’s new buffoon” they shouted and sent their wives home. The old maids peaked through their blinds without any desire left, nor oblivion. Just hatred for the funny man, who – despite his mawkish nature – seemed like a way-out. The courtiers smiled sardonically, “the ragged villager” they called him and held their nose up high but from the edge of their eyes they looked at him with a fear they were unfamiliar with. The kids ran after him calling him names that turned the madmen of the town green with envy, yet when he looked right back at them they drowned in silence by the tenderness of his smile. At the port, the fishermen offered him their wine. He stood and looked at them in awe. He did not drink wine but he helped a couple of them to unload their nets. The ones that conversed with him spoke no word of their deliberations.

A patrol ran into him, they violently pushed him away. The chief, formal and implacable asked him who he was and where he was from, why he was wearing a ragged hood, whether he was a beggar, a thief, or a killer, whether he was poor or a criminal. The man, bowing told them slowly: “I am the messenger.” Whose messenger no one ever found out. They threw him into a dungeon until he spoke, with no food, no water. “Maybe he is a spy” the knights observed sharply but the queer appearance of this stranger faltered their words. The King sent his counsel to solve the mystery. “Tell us who you are” he told him “and you will live.” “Tell us who sent you and we will give you food; tell us what you came to find and no one will hurt you again.” The ragged man merely smiled humbly and kept to himself. He only gave out a piece of clay to the counsel and told him: “Give this to your Lord. If he understands, he will come to find me.” The counsel went back with empty hands to the King, gave him the piece of clay and passed on the ragged man’s words. The King – not too wise but not too arrogant – thought about it and came to no conclusion, no understanding. “He is nuts” he mumbled and threw the piece away.

Days later, they asked the man with the ragged hood if he had any last wishes. “I want to see the King” he responded. The King – not too wise but not too vain either – followed the law and came before him. “You asked to see me” he said, “here I am.” The man with the orange cloak bowed. “My Lord” he began, “your town is rich and its people live well. Your merchants are rich, your men tall and your ladies fair. But the Walls of your kingdom are too high.” The King looked at him with pity. “Poor madman, you are daft and you do not understand but the Walls are so high exactly because the town is prosperous.” “My Lord, with bricks and stones and clay you built them up but they will not stand there endlessly. Do you know what’s happening outside of them? Beyond your chryselephantine iron-shut gates, do you know what is happening and what has happened? Kingdoms like this one have perished myriads of times, Walls like yours have been swallowed by the ground, and their gates shattered among the roots of trees. What I am saying my Lord is this: no Wall will stand forever. What stands forever in this world is what never feared. If you want this Kingdom to live eternally, tear down the Walls because I am telling you, the defender is already dead for the world.”

The man with the ragged hood, the big shoes, and the orange cloak was executed the same day. The Kingdom stood proud for years and years, reigned by Kings and Queens. The words of a ragged madman who once held two dice drowned within dynasties of glory and prosperity, until about a century later the famine hit and the kingdom vanished. The houses wrecked and crumbled, the rain took over its streets and turned them into currents. Trees grew where once fountains stood, and a beautiful lake sunk down the Palace. The Walls wore off and filled with cracks, the valley turned into a swamp and swallowed them slowly but steadily. Years later the swamp dried up and the Walls became the shelter of a shepherd who pastured his animals over a buried city, the name of which he had never heard. Neither himself, nor his sons. Everyone who had ever seen this kingdom was dead for years and years. Everyone who had ever heard of its existence had perished, and in the end, the big Walls were nothing but a fence for sheep, in a world for which this Kingdom never existed.

Ανατροπές


“Η Στέλλα ήταν σαράντα ετών και έμοιαζε ακριβώς σαράντα. Η Στέλλα με τον Μιχάλη ήταν μαζί από δεκατριών ετών. Ερωτοχτυπήθηκαν με την πρώτη ματιά […] Η μικρή τους η Δάφνη γεννήθηκε το Μεγάλο Σάββατο, την ώρα που οι καμπάνες ηχούσαν την Ανάσταση. Η ζωή τους έμοιαζε ονειρική και η αγάπη τους παντοτινή.

Την ημέρα της επετείου του γάμου τους, η Στέλλα με το στήθος φουσκωμένο από ευτυχία έγραψε στην κάρτα που προοριζόταν για τον Μιχάλη: “Αν φύγω πριν από σένα, θα γύρω την πόρτα μαλακά, δε θέλω να σε ξυπνήσω. Τα πιάτα δεν πρόλαβα να τα πλύνω, στο τραπέζι είναι το μπολ με τα κεράσια. Αν φύγω πριν από σένα, να ξέρεις, οι μυρωδιές μας κεντάνε τα σεντόνια. Αν φύγω πριν από σένα, το imagine να παίξεις στην κιθάρα σου, πάρτυ να κάνεις και στη Δάφνη μας να φορέσεις το κόκκινο φουστάνι της. Θα κλείσω πίσω μου την πόρτα μαλακά, δε θέλω να ξυπνήσεις, είμαι ευτυχισμένη, σε αγαπώ.”

Η Στέλλα πήρε μια ώρα άδεια από τη δουλειά της και με ένα μπουκέτο κατιφέδες και ένα μπουκάλι κρασί χύμα έτρεξε στο δυάρι. Στον Μιχάλη θα έκανε έκπληξη. Η έκπληξη την περίμενε! Αγκομαχητά στην κρεβατοκάμαρα και ο Μιχάλης με την κουμπάρα τους στο διπλό κρεβάτι. Την πόρτα δεν την έκλεισε μαλακά, την έκλεισε με άγριο βρόντο πίσω της.”
Σιωπηλές Ανατροπές – Ρούλα – Μίχου Κοσκινά

Οι πιο όμορφες στιγμές του διαβάσματος έρχονται μόλις πέσει το μάτι σου πάνω σε κάτι – μια σκέψη, ένα συναίσθημα, μια προοπτική πάνω στα πράγματα – που μέχρι τότε νόμιζες πως ήταν δική σου, αποκλειστική. Κι όμως, να τη μπροστά σου, γραμμένη από κάποιον άλλον, κάποιον που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ, ίσως κάποιον χρόνια νεκρό. Και είναι σαν ένα χέρι να απλώνεται και να αγκαλιάζει το δικό σου.

Υ.Γ. Όταν φύγω εγώ πάντως, θέλω να το έχω φτιάξει εγώ το soundtrack. Και σίγουρα κάπου μέσα θα παίζει και το παραπάνω, κάπου μαζί με αυτό.

Everything


Δίνεις τα πάντα
Για μια αμφίβολη περάτωση, μια αβέβαιη πορεία
Χωρίς στρατιές πίσω σου και χωρίς φτερά στα πλευρά σου
Σε μια ονειροπόλα agenda όπου δίπλα στους σκοπούς τα κουτιά διψούν
Για στιγμές φτιαγμένες από ζωή.
Δίνεις τα πάντα
Για μια τέλεια παραίσθηση, για μια τέλεια σύγχυση
Που με κάποιο τρόπο – με οποιονδήποτε τρόπο, δε σε νοιάζει
Θα λυθεί
Μια μέρα φτιαγμένη από τριαντάφυλλα και γέλια και κρεβάτια.
Δίνεις τα πάντα
Σε μια καθολική πεποίθηση για ένα φωτεινό μέλλον
Που το έχουν ήδη ονειρευτεί όλοι οι άλλοι
Αλλά από το οποίο εσύ σίγουρα διαφέρεις
Μέσα στη δική σου πανομοιότυπη θνησιμότητα.
Για ένα μετατιθέμενο “για πάντα,” σκάβεις βαθιά μέσα από τις φλέβες σου
Ξοδεύοντας χρόνια σε ένα κυνήγι θησαυρού λιγότερο από θρύλο
Και μέσα σε μια αδίδακτη νεύρωση, είσαι αλυσοδεμένος σε μία θέληση
Φτιαγμένη από μεγάλες λέξεις και φωτεινά γράμματα
Σκαλισμένα πάνω σε μάρμαρο για όλους να τα διαβάσουν.
Δίνεις τα πάντα
Για τα σωστά πράγματα να παλέψεις
Για μια άσπιλη εξέλιξη
Για το όμορφο τέλος
Και τον μπόγο από ευτυχισμένα χρόνια.
Δίνεις τα πάντα
Για δρόμους που ανοίγονται λαμπυρίζοντες και το ρεύμα μέσα στις φλέβες σου
Για όλα αυτά που μπορείς να κατακτήσεις, ανεξαρτήτως κόστους.
Δίνεις τα πάντα, ο,τι ήταν δανεισμένο
Και το είχες για ιδιόκτητο
Για όλα τα φλογερά όνειρα που δρομολόγησες να πετύχεις
Σε μια αδίδακτη νεύρωση, είσαι αλυσοδεμένος σε μια θέληση
Φτιαγμένη από λέξεις που γλιστρούν μέσα από τα πεπερασμένα χρόνια
Λέξεις που ούτε καν θα θυμάσαι
Όταν θα επιθυμείς το κάθε δευτερόλεπτο.
Για τα ασημένια πεζοδρόμια και τα επιχρυσωμένα καθίσματα
Για το θαυμασμό του δικού σου θεού και την πίστη σου στο Xanadu της Kubla Khan
Πως κάποια μέρα, κάπου, ο κόσμος θα θυμάται
Οτι εσύ έκανες τη διαφορά
Πως ξεχώρισες ως εκείνος που επιτέλους έμαθε
Και σκαρφάλωσε στην κορυφή της ζωής του.
Για να σε θυμούνται μέχρι να φύγουν
Για να σε αναγνωρίζουν μέχρι να φύγουν
Για το αείζωο “μέχρι” δίνεις τα πάντα
Όλα όσα μπορείς να αρμέξεις από τα εύθραυστα σου χρόνια
Όλα όσα αιμορραγούν από το μαραμένο σώμα σου
Σε έναν αμείλικτο αυτοματισμό ιδρώνεις φωτοστέφανα και φωτιές και φτερά
Και αλλάζεις τα πάντα, μέχρι την έλευση αυτού του αδίστακτου Μέχρι.
Δίνεις τα πάντα
Για την ελπίδα του μέλλοντος
Την τύψη του παρελθόντος
Τα πάντα για μια ζωή που πληρώνεις με ζωή
Για το απλό και το μεγάλο
Για το κορίτσι στην αγκαλιά σου
Και το παιδί στην κοιλιά σου
Για τα θνησιμαία “για πάντα”
Και τα ατέρμονα “ξανά”
Δίνεις
Τα πάντα.

Summertime

Καλοκαίρι σήμερα στην Αθήνα κι εγώ έβαλα τα κοντομάνικα μου και βγήκα να λιαστώ κάτω από τον Αθηναϊκό ουρανό. Γενική απεργία επίσης σήμερα και οι δρόμοι του κέντρου ελεύθεροι από τα ενοχλητικά αυτοκίνητα. Ήθελα να περάσω από τον Κήπο αλλά ήταν κλειστός λόγω των συγκεντρώσεων συνεπώς αρκέστηκα σε μια βόλτα στο Ζάππειο. Κάτω από τον ίσκιο των δέντρων δύο ηλικιωμένοι άντρες έπαιζαν σκάκι πάνω σε έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό. Είχαν πάρει έναν ξεχαρβαλωμένο σιδερένιο τενεκέ και πάνω του είχαν τοποθετήσει ένα πλαστικό καφάσι. Ξέρεις, από αυτά που έχουν στις λαϊκές αγορές. Και πάνω του, το σκάκι. Μου θύμισε τις βόλτες μας τότε στο Central Park στην 65th Street εκεί δίπλα στο Dairy. Μόνο που τα τραπέζια εκεί δεν είναι αυτοσχέδια με τενεκέδες και καφάσια. Κι όμως, ίδιο το αποτέλεσμα.

Κάθισα σε ένα παγκάκι στον κηπάκο του Ζαππείου για λίγο και δίπλα μου ήρθε ένας στρουμπουλός μαύρος γάτος με καταπράσινα μάτια. Δε χόρταινε τα χάδια. Του άρεσε να ξαπλώνει στον ήλιο και να κυνηγάει πεταλούδες. Αδέσποτος, ελεύθερος, και μόνος. Με τις πεταλούδες του. Μάλλον είναι ευτυχισμένος – κι όμως με το που με είδε έτρεξε να με καλοδεχθεί. Πολύ σχετική αυτή η λέξη “ευτυχία” ρε παιδί μου. Γιατί οι πεταλούδες βγαίνουν μόνο την άνοιξη, και τον στρουμπουλό μαύρο γάτο μου με τα καταπράσινα μάτια δεν τον έχω να κυνηγάει κάμπιες..

Υ.Γ. Αν θέλεις να ακούσεις την εξίσου πανέμορφη αυθεντική εκδοχή του παραπάνω τραγουδιού ως άρια στην όπερα “Porgy and Bess”, check this out.

Butterflies


Εχθές το απόγευμα πήγα στην παρουσίαση του καινούριου βιβλίου ενός αγαπημένου μου προσώπου από παιδί. Μετά τις επανασυστάσεις με τους συνδαιτημόνες του τύπου “την τελευταία φορά που σε είδα ήσουν βρέφος!”, “πω πω εάν σε έβλεπα στο δρόμο δε θα σε γνώριζα, πόσο μεγάλωσες!”, μέχρι την ακόλουθη στιχομυθία με γνωστή ηθοποιό:

“- Θυμάμαι που είχαμε έρθει με τη Ρούλα και τη μαμά σου στο θέατρο τότε με την Αλίκη να σε δούμε! Α, τώρα είσαι στο εξωτερικό? Με τι ασχολείσαι?
– Δικηγόρος είμαι σε ένα από τα Διεθνή δικαστήρια, και κάνω και το διδακτορικό μου παράλληλα.
– Α….δικηγόρος, ε? (Ακολουθεί το γνωστό βλέμμα που συνδυάζει θαυμασμό, τρόμο, και αηδία) Και διδακτορικό? Από τα 23, κιόλας?
– Είπα να το πάρω μονότερμα να τελειώνω, να μη σπουδάζω και μέχρι τα 30. Τι να κάνεις…
– Τις άφησες τις τέχνες, ε? Το θέατρο, τη μουσική, τον κινηματογράφο? Κρίμα μωρέ…(ακολουθεί το βλέμμα με συνταγή μία κουταλιά συμπάθειας και τρείς κουταλιές κατάκρισης). Και δικηγόρος ή καθηγητής πανεπιστημίου καλά είναι όμως, εντάξει! Να καταπιάνεσαι όμως όσο μπορείς έστω και έμμεσα, θυμάμαι εγώ είχες πολύ ταλέντο σε όλα!
– Τι να κάνεις, καθείς εφ’ ω ετάχθη. Μεγαλώσαμε πια…”

Αφού λοιπόν οι επαγγελματικές μου ενασχολήσεις μόλις με τα βίας έπιασαν τη βάση και έτσι έλαβαν την έγκριση των παλαιών μου κυκλωμάτων, μπορέσαμε και προχωρήσαμε στην ουσία του όλου πράγματος: το βιβλίο. Διαβάζοντάς το εχθές το βράδυ δύο κομμάτια του μου έμειναν στο μυαλό, έκαστο για διαφορετικό λόγο. Αποφάσισα να αναρτήσω το πρώτο εδώ απόψε σε συνδυασμό με την παραπάνω συζήτηση, έτσι γιατί τα βρήκα σχετικά:

“Και είπε ο μέρμηγκας στον Θεό των μυρμηγκιών:
– Θεέ μου, με αδίκησες. Εγώ τρέχω συνέχεια με το κεφάλι σκυμμένο στη γη να κουβαλάω γεννήματα και εσύ έδωσες ηλεκτρική κιθάρα στον τζίτζικα. Ο τζίτζικας έγινε rock star και εγώ συνεχίζω με το κεφάλι σκυμμένο στη γη να κουβαλάω γεννήματα. Αλήθεια, Θεέ μου, δεν ξέρω αν μπορώ να σου το συγχωρήσω.” – “Σιωπηλές Ανατροπές” Ρούλα Μίχου-Κοσκινά.

Σήμερα άνοιξη ξανά. Καθώς κατηφόριζα την Αποστόλου Παύλου προς την Αρεοπαγίτου μια καφετιά πεταλούδα με πορτοκαλοπράσινες πιτσίλες ακούμπησε να ξαποστάσει στο καλντερίμι του δρόμου. Δίπλα τα χόρτα είχαν κιόλας ξεσταχυάσει κάνοντας παρέα στις λίγες παπαρούνες που ήδη φόρεσαν τα πασχαλιάτικα φουστάνια τους. Στο φόντο η Ακρόπολη με πιάτο την αρχαία Αγορά. Ήταν ευτυχισμένη, το κατάλαβα από το νάζι με το οποίο μου επεδείκνυε τα φτερά της μόλις πήρε χαμπάρι πως την κοιτούσα. Και ζήλεψα την καφετιά πεταλούδα με τις πορτοκαλοπράσινες πιτσίλες που μια μέρα ζωής της αντιστοιχεί μονάχα κι όμως κοντοστάθηκε στο πλακόστρωτο ενώ εγώ συνέχιζα να κατηφορίζω. Λες εμείς οι ανθρωπολαίοι να μπορέσουμε ποτέ να γίνουμε πεταλούδες, έστω και για μια μέρα?

“Το Παρόν Διατίθεται” [sic]


Σήμερα είχα παράξενη διάθεση. Δεν ξέρω εάν έφταιγαν τα χτεσινά ή τα αυριανά αλλά για κάποιο λόγο το μυαλό μου δεν έλεγε να συγκεντρωθεί ως έπρεπε λόγω της ημέρας και ένιωθα ένα ανεξήγητο πλάκωμα στο στήθος. Γι αυτό και αποφάσισα να βγω να με φυσήξει λίγο αέρας μιας και ο καιρός της Αθήνας δεν σε κρατάει στο σπίτι. Και βγήκα, και έκανα τον πλέον οικείο και αγαπημένο μου περίπατο στην πόλη: από το σπίτι μου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Πλάκα και πάλι πίσω.

Φτάνοντας στην Αρεοπαγίτου στο ύψος του Διόνυσου κατηφόρισα προς την Πλάκα αφήνοντας πίσω μου το βράχο του Απόστολου Παύλου. Πόσες φορές κι αν έχω περπατήσει αυτόν τον πεζόδρομο. Από τότε που ήταν κιόλας δρόμος, πριν ο δήμος και η πολιτεία βάλουν μυαλό και αποφασίσουν την πεζοδρόμισή του. Τότε που τα αυτοκίνητα συνωστίζονταν και τα πέριξ βρωμούσαν μαυρίλα και καυσαέριο. Και μέτα, όταν πια έγινε ο σαγηνευτικός πεζόδρομος που όλοι πλέον γνωρίζουμε, με τα φαναράκια του, την Ακρόπολη στο φόντο και τον λόφο του Φιλοπάππου στο πλάι. Ίσως είναι τα μόνα μέρη στην Αθήνα που με έχουν δει σε όλες τις στιγμές τις ζωής μου. Παιδί, τρέχοντας στα βραχάκια του Φιλοπάππου, στην εφηβεία με γοργό βήμα το χειμώνα από το σχολείο στο σπίτι και πιο αργό τα καλοκαίρια και ένα bacardi breezer στο χέρι σκαρφαλώνοντας στα βραχάκια του Άρειου Πάγου αγναντεύοντας την απέραντη θέα της Αθήνας. Ενηλικιώθηκα πια, μεγάλωσα, και ακόμα οι ίδιες πέτρες με υποδέχονται καρτερικά όταν καταφέρνω να επιστρέφω στην πόλη μου. Τώρα που το σκέφτομαι αυτές οι πέτρες έχουν ακούσει όλες τις σκέψεις μου, φανερές και κρυφές. Σ’ αυτές τις πέτρες κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο, φαντάστηκα έναν κόσμο καλύτερο, και είπα λόγια και λόγια, φιλοσοφίες και φιλοσοφίες, αλητεύοντας τα βράδια μαζί με τα όνειρά μου που καθρεφτίζονταν στη σκιά τους. Αλλά οι πέτρες, πέτρες. Δεν μου αποκρίθηκαν ποτέ, μόνο με άφηναν να ξεκουράζομαι πάνω τους και να ονειρεύομαι με εκείνους που μου επέτρεπαν να τους παίρνω μαζί που και που στα ταξίδια μου.

Φτάνοντας στην Πλάκα πέρασα από την Κυδαθηναίων για το καθιερωμένο από το γυμνάσιο κιόλας κυπελλάκι παγωτό και παίρνοντας την οδό Αφροδίτης άρχισα να κατηφορίζω την Αδριανού. Κάποτε περνούσα τα πρωινά και τα απογεύματα μου κάθε μέρα σ’ αυτόν το δρόμο – πρωί-απόγευμα το σχολείο τότε βλέπεις. Όταν κατηφόριζα τα πρωινά τα μαγαζιά ήταν ακόμη κλειστά, μόνο ένα αδέσποτο σκυλί της γειτονιάς τον οποίο και είχα οικειοποιηθεί ως σκύλο μου έτρεχε κάθε πρωί την ίδια ώρα μόλις με έβλεπε να παίρνω τη στροφή για να με καλημερίσει. Τα μεσημέρια και τα απογεύματα πάλι ο δρόμος μου έσφυζε από ζωή. Μαγαζιά, πλανόδιοι, σκυλιά, γατιά. Ακόμα έτσι μοιάζει, κι όμως έχουν αλλάξει τόσα. Δεν με καλημερίζει πια ο σκύλος μου, αλοίμονο δεν ξέρω καν τι απέγινε. Κατηφορίζοντας δε βλέπω τα χαμογελαστά πρόσωπα των καταστηματαρχών που έτρεχαν να μου αρπάξουν μια κουβέντα στα γρήγορα πριν προλάβω να φύγω. Θες για πολιτική, θες για θέατρο, για μουσική, όλα τα είχε ο μπαχτσές. Και τι μπαχτσές…ευωδιαστός σαν τη γαρδένια της κυρίας Δήμητρας της ζωγράφου, μαράθηκε κι αυτή. Και η κυρία Δήμητρα και η γαρδένια. Είναι οι μόνες όμως που παραμένουν πιστές στο δρόμο μου.

Εκεί λίγο πιο κάτω καθόμουν τα απογεύματα με τους πλανόδιους πωλητές, μετανάστες στην πλειοψηφία τους. Εκεί ο Bojan, Σέρβος ζωγράφος μου έκανε το πρώτο χένα τατουάζ για δώρο γενεθλίων επειδή τον βοηθούσα με τους τουρίστες στα Αγγλικά. Α, και επειδή έλεγε πως ήμασταν αδέλφια, εκείνος με τη ζωγραφική του, εγώ με το γράψιμο, τη μουσική μου, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Όλοι οι καλλιτέχνες έλεγε είμαστε αδελφές ψυχές. Ήμουν κι εγώ κάποτε καλλιτέχνης, τουλάχιστον για τον Bojan. Και να, στα αριστερά το παλιό μου γυμνάσιο, όμορφο, φρεσκοβαμμένο, νεοκλασικό. Δίπλα του σκαλωσιές, οικοδομικές εργασίες και μια ταμπέλα: “το παρών διατίθεται.” Πάει και το μικρό μαγαζάκι του κυρίου Κώστα που παινευόταν πως ήταν ο πρώτος σουβλατζής της Αθήνας. Είχε περάσει τα 80 προ πολλού βλέπεις. Το μαγαζάκι του χωρούσε μόνον εκείνον και όλοι κρατάγαμε το χαρτζιλίκι μας για να πάρουμε ένα σουβλάκι μετά το σχόλασμα με 250 δραχμές. Και να τον ρωτήσουμε ξανά για τις παλιές φωτογραφίες που είχε στους τοίχους του για να μας πει για ακόμα μια φορά ιστορίες που οι νευρώνες του μυαλού μας ήξεραν ήδη αλλά τα αυτιά μας δεν χόρταιναν να ακούν. Κι όμως, “το παρών διατίθεται.” Στρίβοντας δεξιά στη διχάλα πέρασα από το γηπεδάκι που καταφεύγαμε όταν κάναμε κοπάνα για να παίξουμε μπάσκετ. Ακόμα στη θέση του, και τα γκράφιτι των καλλιτεχνών του δρόμου ακόμη εκεί. Μόνο που η σιδερένια πόρτα του είχε κλείσει με ένα βαρύ ατσάλινο λουκέτο. Μια μαύρη γάτα μονάχα είχε καταφέρει να τρυπώσει μέσα και με κοίταζε με τα κίτρινα φωσφορίζοντα μάτια της υπενθυμίζοντάς μου πως εγώ δεν μπορώ πια να τρυπώσω στο γηπεδάκι. Υπενθυμίζοντας μου πως το δικό μου παρόν εκεί είχε διατεθεί προ πολλού.

Στρίβοντας δεξιά βρίσκω την οδό Τριπόδων, εκεί στο ύψος του Σχολαρχείου δίπλα στην Αμάλθεια και κατεβαίνω για να γυρίσω σπίτι υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου να αγοράσει ένα καινούριο moleskine γιατί το παλιό μου έχει γεμίσει πια. Με τη μουσική μου στα αυτιά και περνώντας από το φανάρι του Διογένη είπα στον εαυτό μου βιαστικά: “τελικά μάλλον προτιμώ να κάνω αυτές τις διαδρομές χωρίς παρέα.” Δεν θέλω να νιώθω πως κάποιος άλλος μπορεί δυνάμει να διεκδικεί τους δικούς μου δρόμους, τις δικές μου στιγμές. Και μέσα σ’ αυτήν την κρίση μοναξιάς και παιδικής κτητικότητας ξαφνικά ένα οικείο πρόσωπο ανεβαίνει τη Μακρυγιάννη, ένα πρόσωπο που είχα να δω πολλά χρόνια που όμως γνωρίζω από παιδί. Καθώς προσπερνώντας με σταματώ και φωνάζω το όνομά της εκείνη στέκεται με γυρισμένη την πλάτη και χωρίς να χρειαστεί καν να με κοιτάξει κατά πρόσωπο ακούω να ψυθιρίζει το όνομά μου. Φυσικά δε χρειάστηκε τίποτα άλλο για να μετατραπεί ο περίπατος της μιας ώρας σε τετράωρη κουβέντα που θα κρατούσε περισσότερο και περισσότερο εάν δεν διαπιστώναμε πως είχε ήδη πάει έντεκα.

Γυρίζοντας προς το σπίτι δεν μπορούσα να σταματήσω να αναλογίζομαι την χρονική συγκυρία των σκέψεών μου και της τυχαίας συνάντησης. Δεν ξέρω, ίσως τελικά να μην έχουν αλλάξει όλα στους δρόμους μου, ίσως να μην έχουν μαραθεί όλες οι γαρδένιες και να υπάρχουν ακόμα τα μαγαζάκια εκείνα που δεν έχουν μετατραπεί σε φαντεζί μπουτίκ. Ίσως τα παιδιά να ανεβαίνουν ακόμα στο βράχο μου και να ονειρεύονται. Ίσως να πέθανε ο κύριος Κώστας, ο πρώτος σουβλατζής της Αθήνας, και “το παρών να διατίθεται” αλλά εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ τις φωτογραφίες και τις ιστορίες του. Ούτε και το στριφτό του μουστάκι. Γιατί ίσως το παρόν να διατίθεται αναγκαστικά κι εμείς πρέπει να βρούμε κατάλληλο αγοραστή. Όχι για να πετύχουμε την καλύτερη τιμή, αλλά για να διατηρήσουμε κάτι από το “παρόν” στο “παρών.”